μερσίνι

μερσίνι
(I)
το [μερσίνη]
ο καρπός τής μερσίνης.
————————
(II)
το
άλλη κοινή ονομασία για το ψάρι μουρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mersin].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Schinoussa — Vorlage:Infobox Insel/Wartung/Fläche fehlt Schinoussa (Σχοινούσσα) Blick auf den Hafen von Schinoussa Gewässer …   Deutsch Wikipedia

  • Schinoússa — Gemeinde Schinoussa Κοινότητα Σχοινούσσης (Σχινούσσα) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • οξύρρυγχος — η, ο 1. για ζώα, αυτός που έχει σουβλερή μύτη, οξύ ρύγχος. 2. ως ουσ., οξύρρυγχος, ο είδος ψαριού, αλλ. μουρούνα ή μερσίνι, το. 3. ως ουσ., Οξύρρυγχος, η όνομα πόλης της αρχαίας Αιγύπτου. 4. ως ουσ., οξύρρυγχα, τα μαλακόστρακα της θάλασσας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”